- σκληροδίαιτος
- -ον, Ααυτός που διάγει βίο τραχύ, που κάνει σκληρή ζωή, ο εθισμένος στην κακοπάθεια και στις κακουχίες, σκληραγωγημένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + -δίαιτος (< δίαιτα), πρβλ. λιτο-δίαιτος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκληροδίαιτον — σκληροδίαιτος of a hard masc/fem acc sg σκληροδίαιτος of a hard neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκληροδίαιτοι — σκληροδίαιτος of a hard masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκληρός — I Ορεινός οικισμός (89 κάτ., υψόμ. 900 μ.), στην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (23 τ. χλμ., 89 κάτ.). II Επώνυμο βυζαντινής οικογένειας. 1. Νικήτας. Πατρίκιος στα χρόνια του αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ’. Το… … Dictionary of Greek